- εγκοισυρούμαι
- ἐγκοισυροῡμαι (-όομαι) (Α)(για γυναίκα) ντύνομαι, στολίζομαι με πολυτέλεια και απρέπεια όπως η Κοίσυρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοισυρούμαι — κοισυροῦμαι, όομαι (Α) βλ. εγκοισυρούμαι … Dictionary of Greek